- άλαδος
- και ανάλαδος, -η, -ο [λάδι]ο αλάδωτος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάλαδος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν περιέχει λάδι, ο άλαδος 2. αυτός που δεν λαδώθηκε με το άγιο Μύρο, αβάφτιστος, αλάδωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λάδι] … Dictionary of Greek